τοκοφερόλη

τοκοφερόλη
η, Ν
(βιοχ.) γενική ονομασία συγγενικών φαινολικών ενώσεων που συγκροτούν τη βιταμίνη Ε και απαντούν κυρίως σε ορισμένα φυτικά έλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tocopherol < τόκος + φέρω + κατάλ. -ol τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Κάρερ, Πάουλ — (Karrer Paul, Μόσχα 1889 – Ζυρίχη 1971). Ελβετός χημικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (1911) και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, όπου συνεργάστηκε με τον βακτηριολόγο Πάουλ Έρλιχ σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”